αδονάκι

αδονάκι
το
μικρό καλαμένιο ραβδί, που τοποθετείται στις κυψέλες για να διευκολύνει τις μέλισσες στην κατασκευή τής κηρήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- προθετ. + αρχ. δόναξ (= καλάμι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”